εμβρυολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβρυολογικός η εμβρυολογική το εμβρυολογικό
      γενική του εμβρυολογικού της εμβρυολογικής του εμβρυολογικού
    αιτιατική τον εμβρυολογικό την εμβρυολογική το εμβρυολογικό
     κλητική εμβρυολογικέ εμβρυολογική εμβρυολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβρυολογικοί οι εμβρυολογικές τα εμβρυολογικά
      γενική των εμβρυολογικών των εμβρυολογικών των εμβρυολογικών
    αιτιατική τους εμβρυολογικούς τις εμβρυολογικές τα εμβρυολογικά
     κλητική εμβρυολογικοί εμβρυολογικές εμβρυολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβρυολογικός < εμβρυολογία / εμβρυολόγος + -ικός

Επίθετο

εμβρυολογικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.