εμβαδόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβαδόμετρο τα εμβαδόμετρα
      γενική του εμβαδόμετρου
& εμβαδομέτρου
των εμβαδόμετρων
& εμβαδομέτρων
    αιτιατική το εμβαδόμετρο τα εμβαδόμετρα
     κλητική εμβαδόμετρο εμβαδόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβαδόμετρο < εμβαδ(ό) + -ό- + -μετρο

Ουσιαστικό

εμβαδόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.