εμβαδομέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβαδομέτρηση οι εμβαδομετρήσεις
      γενική της εμβαδομέτρησης* των εμβαδομετρήσεων
    αιτιατική την εμβαδομέτρηση τις εμβαδομετρήσεις
     κλητική εμβαδομέτρηση εμβαδομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαδομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβαδομέτρηση < σύνθετη λέξη από τα ουσιαστικά εμβαδόν + μέτρηση

Ουσιαστικό

εμβαδομέτρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.