ελληνοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελληνοποίηση | οι | ελληνοποιήσεις |
| γενική | της | ελληνοποίησης* | των | ελληνοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ελληνοποίηση | τις | ελληνοποιήσεις |
| κλητική | ελληνοποίηση | ελληνοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ελληνοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελληνοποίηση < ελληνοποιώ + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.noˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λη‐νο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
ελληνοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελληνοποιώ· η τροποποίηση ξενικών ή ξένων λέξεων βάσει ελληνικών καταλήξεων, ηχητικής και ακουσμάτων
- η μετονομασία προέλευσης τροφών
- ↪ Η ελληνοποίηση κρεάτων θεωρείται κακούργημα κατά της ζωής και της δημόσιας υγείας όταν υπάρχει απαγόρευση εισόδου τους απ' την αποκρυμμένη χώρα.
Μεταφράσεις
Πηγές
- ελληνοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.