ελληνοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελληνοποίηση οι ελληνοποιήσεις
      γενική της ελληνοποίησης* των ελληνοποιήσεων
    αιτιατική την ελληνοποίηση τις ελληνοποιήσεις
     κλητική ελληνοποίηση ελληνοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελληνοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνοποίηση < ελληνοποιώ + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.li.noˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελληνοποίηση

Ουσιαστικό

ελληνοποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελληνοποιώ· η τροποποίηση ξενικών ή ξένων λέξεων βάσει ελληνικών καταλήξεων, ηχητικής και ακουσμάτων
  2. η μετονομασία προέλευσης τροφών
    Η ελληνοποίηση κρεάτων θεωρείται κακούργημα κατά της ζωής και της δημόσιας υγείας όταν υπάρχει απαγόρευση εισόδου τους απ' την αποκρυμμένη χώρα.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ελληνοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.