ελκυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελκυσμός οι ελκυσμοί
      γενική του ελκυσμού των ελκυσμών
    αιτιατική τον ελκυσμό τους ελκυσμούς
     κλητική ελκυσμέ ελκυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελκυσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑλκυσμός[1] < ἑλκύω ἑλκυσ- + -μός[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /el.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελκυσμός

Ουσιαστικό

ελκυσμός αρσενικό

  1. (λόγιο) το τράβηγμα, η έλξη
  2. (ειδικότερα)
    1. η δύναμη που δημιουργείται από την κίνηση αερίων σε ένα αγωγό (φυσικός ελκυσμός - προκύπτει από τη γεωμετρία του χώρου / τεχνητός ελκυσμός που προκύπτει από χρήση μηχανικών μέσων)
        Στους ατμοσφαιρικούς λέβητες όμως, η καπνοδόχος πρέπει να έχει τον κατάλληλο ελκυσμό (τράβηγμα) (Στοιχεία Σχεδιασμού Κεντρικών Θερμάνσεων, 2013-2014)
    2. αναγκαία ελκτική δύναμη για την κίνηση οχήματος[3]
       δείτε τη λέξη ρυμουλκία
    3. (ιατρική, καθαρεύουσα, μεσαιωνικά ελληνικά)  δείτε ἑλκυσμός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ελκυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ελκύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. ἑλκυσμός -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.