ελαχιστοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ελαχιστοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαχιστοποιώ
- θα ελαχιστοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαχιστοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ελαχιστοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελαχιστοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.