αλαφρόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαφρόπετρα οι αλαφρόπετρες
      γενική της αλαφρόπετρας των αλαφροπετρών
    αιτιατική την αλαφρόπετρα τις αλαφρόπετρες
     κλητική αλαφρόπετρα αλαφρόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλαφρόπετρα < αλαφρό- + πέτρα, άλλη μορφή του ελαφρόπετρα

Ουσιαστικό

αλαφρόπετρα θηλυκό (και λαφρόπετρο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.