ελαιοτρίβης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελαιοτρίβης οι ελαιοτρίβες
      γενική του ελαιοτρίβη των ελαιοτριβών
    αιτιατική τον ελαιοτρίβη τους ελαιοτρίβες
     κλητική ελαιοτρίβη ελαιοτρίβες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαιοτρίβης < αρχαία ελληνική ἐλαιοτρίπτης[1] (ελαιο- + τρίβ(ω) + -ης)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.le.oˈtɾi.vis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελαιοτρίβης

Ουσιαστικό

ελαιοτρίβης αρσενικό[2]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. ελαιοτρίβης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.