ελάφρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελάφρωμα τα ελαφρώματα
      γενική του ελαφρώματος των ελαφρωμάτων
    αιτιατική το ελάφρωμα τα ελαφρώματα
     κλητική ελάφρωμα ελαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελάφρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ελάφρωμα ουδέτερο

  1. μείωση του βάρους
  2. (μεταφορικά) ανακούφιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.