εκτόπισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκτόπισμα | τα | εκτοπίσματα |
| γενική | του | εκτοπίσματος | των | εκτοπισμάτων |
| αιτιατική | το | εκτόπισμα | τα | εκτοπίσματα |
| κλητική | εκτόπισμα | εκτοπίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Οι γραμμές φόρτωσης σε πλοίο, που δείχνουν το εκτόπισμά του.
Ετυμολογία
- εκτόπισμα < (εκτοπίζω) εκτοπισ- + -μα & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déplacement [1]
Ουσιαστικό
εκτόπισμα ουδέτερο
- (φυσική, ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος όγκος υγρού, συνηθέστερα νερού, που εκτοπίζει σώμα που επιπλέει ή βυθίζεται σ΄ αυτό.
- (φυσική) για ημιβυθισμένο αντικείμενο, η ποσότητα (όγκος ή βάρος) του υγρού που καταλαμβάνει το βυθισμένο μέρος του. Το βάρος του εκτοπισμένου νερού είναι ίσο με το βάρος του αντικειμένου.
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) το εκτόπισμα πλοίου (βλ. φυσική προηγούμενο) που από την ποσότητα του θαλάσσιου νερού που εκτοπίζεται υπολογίζεται και το φορτίο του (βάρος)
Μεταφράσεις
εκτόπισμα
Αναφορές
- εκτόπισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.