displacement

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

displacement < displace + -ment

Προφορά

ΔΦΑ : /dɪsˈpleɪsmənt/ & /dɪzˈpleɪsmənt/

Ουσιαστικό

displacement (en)

  1. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η εκτόπιση, η ενέργεια του να εκτοπίζω κάποιον ή κάτι μακριά από το σπίτι ή τη θέση του
    the displacement of Greeks from the lands of Asia Minor - η εκτόπιση των Ελλήνων από τα εδάφη της Μικράς Ασίας
    the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
  2. (φυσική) το εκτόπισμα βυθισμένου ή ημιβυθισμένου αντικειμένου σε υγρό
    volume of displacement - όγκος εκτοπίσματος
  3. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) το εκτόπισμα πλοίου
    δείτε επίσης: displacement (ship) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.