εκσκαπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκσκαπτικός | η | εκσκαπτική | το | εκσκαπτικό |
| γενική | του | εκσκαπτικού | της | εκσκαπτικής | του | εκσκαπτικού |
| αιτιατική | τον | εκσκαπτικό | την | εκσκαπτική | το | εκσκαπτικό |
| κλητική | εκσκαπτικέ | εκσκαπτική | εκσκαπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκσκαπτικοί | οι | εκσκαπτικές | τα | εκσκαπτικά |
| γενική | των | εκσκαπτικών | των | εκσκαπτικών | των | εκσκαπτικών |
| αιτιατική | τους | εκσκαπτικούς | τις | εκσκαπτικές | τα | εκσκαπτικά |
| κλητική | εκσκαπτικοί | εκσκαπτικές | εκσκαπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκσκαπτικός < εκσκάπτ(ω) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.ska.ptiˈkos/
Μεταφράσεις
εκσκαπτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.