εκσκάπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκσκάπτω < ελληνιστική κοινή ἐκσκάπτω < αρχαία ελληνική ἐκ + σκάπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ekˈska.pto/
Ρήμα
εκσκάπτω (παθητική φωνή: εκσκάπτομαι)
- (λόγιο) σκάβω το έδαφος (συνήθως με ειδικά εκσκαπτικά μηχανήματα) και αφαιρώ τα χάματα
Συγγενικά
- εκσκαπτήρας
- εκσκαπτικός
- εκσκαφέας
- εκσκαφή
- → δείτε τις λέξεις εκ και σκάβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.