εκπυρσοκροτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκπυρσοκροτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπυρσοκροτώ
- θα εκπυρσοκροτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπυρσοκροτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκπυρσοκροτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπυρσοκρότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.