εκπυρσοκροτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκπυρσοκροτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπυρσοκροτώ
  2. θα εκπυρσοκροτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπυρσοκροτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκπυρσοκροτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπυρσοκρότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.