εκπυρήνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπυρήνιση οι εκπυρηνίσεις
      γενική της εκπυρήνισης* των εκπυρηνίσεων
    αιτιατική την εκπυρήνιση τις εκπυρηνίσεις
     κλητική εκπυρήνιση εκπυρηνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπυρηνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπυρήνιση < (ελληνιστική κοινή) ἐκπυρήνισις

Ουσιαστικό

εκπυρήνιση θηλυκό

  1. η αφαίρεση του πυρήνα κάποιων καρπών
     συνώνυμα: αποπυρήνωση, ξεκούκιασμα
  2. (ιατρική) η αφαίρεση κάποιου οργάνου ή όγκου
    εκπυρήνιση ινομυώματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.