αποπυρήνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπυρήνωση οι αποπυρηνώσεις
      γενική της αποπυρήνωσης* των αποπυρηνώσεων
    αιτιατική την αποπυρήνωση τις αποπυρηνώσεις
     κλητική αποπυρήνωση αποπυρηνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπυρηνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αποπυρήνωση (el) θηλυκό

  • το να αφαιρείς-βγάζεις τον πυρήνα, το κουκούτσι ή το επιθυμητό προς απομάκρυνση επίκεντρο-κέντρο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.