εκπαρθένευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκπαρθένευση | οι | εκπαρθενεύσεις |
| γενική | της | εκπαρθένευσης* | των | εκπαρθενεύσεων |
| αιτιατική | την | εκπαρθένευση | τις | εκπαρθενεύσεις |
| κλητική | εκπαρθένευση | εκπαρθενεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκπαρθενεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπαρθένευση < εκπαρθενεύω + -ση
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη διακόρευση
Μεταφράσεις
εκπαρθένευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.