εκμεταλλεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμεταλλεύσιμος η εκμεταλλεύσιμη το εκμεταλλεύσιμο
      γενική του εκμεταλλεύσιμου της εκμεταλλεύσιμης του εκμεταλλεύσιμου
    αιτιατική τον εκμεταλλεύσιμο την εκμεταλλεύσιμη το εκμεταλλεύσιμο
     κλητική εκμεταλλεύσιμε εκμεταλλεύσιμη εκμεταλλεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμεταλλεύσιμοι οι εκμεταλλεύσιμες τα εκμεταλλεύσιμα
      γενική των εκμεταλλεύσιμων των εκμεταλλεύσιμων των εκμεταλλεύσιμων
    αιτιατική τους εκμεταλλεύσιμους τις εκμεταλλεύσιμες τα εκμεταλλεύσιμα
     κλητική εκμεταλλεύσιμοι εκμεταλλεύσιμες εκμεταλλεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκμεταλλεύσιμος < εκμεταλλεύομαι + -σιμος

Επίθετο

εκμεταλλεύσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.