εκλογίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλογίκευση οι εκλογικεύσεις
      γενική της εκλογίκευσης* των εκλογικεύσεων
    αιτιατική την εκλογίκευση τις εκλογικεύσεις
     κλητική εκλογίκευση εκλογικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλογικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλογίκευση < εκλογικεύω + -ση

Ουσιαστικό

εκλογίκευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.