εκλογικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκλογικεύω < εκ + λογική + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rationaliser)
Ρήμα
εκλογικεύω (παθητική φωνή: εκλογικεύομαι)
- δικαιολογώ με βάση τη λογική
- προσπάθησα να εκλογικεύσω τα όσα είπα
- επαναφέρω σε λογική τάξη
- πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα ταξινόμησης γιατί είναι χαοτικό
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκλογικεύω | εκλογίκευα | θα εκλογικεύω | να εκλογικεύω | εκλογικεύοντας | |
| β' ενικ. | εκλογικεύεις | εκλογίκευες | θα εκλογικεύεις | να εκλογικεύεις | εκλογίκευε | |
| γ' ενικ. | εκλογικεύει | εκλογίκευε | θα εκλογικεύει | να εκλογικεύει | ||
| α' πληθ. | εκλογικεύουμε | εκλογικεύαμε | θα εκλογικεύουμε | να εκλογικεύουμε | ||
| β' πληθ. | εκλογικεύετε | εκλογικεύατε | θα εκλογικεύετε | να εκλογικεύετε | εκλογικεύετε | |
| γ' πληθ. | εκλογικεύουν(ε) | εκλογίκευαν εκλογικεύαν(ε) |
θα εκλογικεύουν(ε) | να εκλογικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκλογίκευσα | θα εκλογικεύσω | να εκλογικεύσω | εκλογικεύσει | ||
| β' ενικ. | εκλογίκευσες | θα εκλογικεύσεις | να εκλογικεύσεις | εκλογίκευσε | ||
| γ' ενικ. | εκλογίκευσε | θα εκλογικεύσει | να εκλογικεύσει | |||
| α' πληθ. | εκλογικεύσαμε | θα εκλογικεύσουμε | να εκλογικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εκλογικεύσατε | θα εκλογικεύσετε | να εκλογικεύσετε | εκλογικεύστε | ||
| γ' πληθ. | εκλογίκευσαν εκλογικεύσαν(ε) |
θα εκλογικεύσουν(ε) | να εκλογικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκλογικεύσει | είχα εκλογικεύσει | θα έχω εκλογικεύσει | να έχω εκλογικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκλογικεύσει | είχες εκλογικεύσει | θα έχεις εκλογικεύσει | να έχεις εκλογικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκλογικεύσει | είχε εκλογικεύσει | θα έχει εκλογικεύσει | να έχει εκλογικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκλογικεύσει | είχαμε εκλογικεύσει | θα έχουμε εκλογικεύσει | να έχουμε εκλογικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκλογικεύσει | είχατε εκλογικεύσει | θα έχετε εκλογικεύσει | να έχετε εκλογικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκλογικεύσει | είχαν εκλογικεύσει | θα έχουν εκλογικεύσει | να έχουν εκλογικεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.