εκλογικεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκλογικεύω < εκ + λογική + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rationaliser)

Ρήμα

εκλογικεύω (παθητική φωνή: εκλογικεύομαι)

  1. δικαιολογώ με βάση τη λογική
    προσπάθησα να εκλογικεύσω τα όσα είπα
  2. επαναφέρω σε λογική τάξη
    πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα ταξινόμησης γιατί είναι χαοτικό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.