εκλογικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκλογικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλογικεύω
  2. θα εκλογικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλογικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκλογικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκλογίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.