εκλογέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εκλογέας | οι | εκλογείς |
| γενική | του του/της |
εκλογέα εκλογέως |
των | εκλογέων |
| αιτιατική | τον/την | εκλογέα | τους/τις | εκλογείς |
| κλητική | εκλογέα | εκλογείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκλογέας < εκλογή + -έας. (μαρτυρείται από το 1831) Διαφορετική η ελληνιστική κοινή ἐκλογεύς.
Ουσιαστικό
εκλογέας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει δικαίωμα να συμμετάσχει ως ψηφοφόρος σε μια εκλογική αναμέτρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.