εκλεκτικιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκλεκτικιστής | οι | εκλεκτικιστές |
| γενική | του | εκλεκτικιστή | των | εκλεκτικιστών |
| αιτιατική | τον | εκλεκτικιστή | τους | εκλεκτικιστές |
| κλητική | εκλεκτικιστή | εκλεκτικιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκλεκτικιστής < εκλεκτικισμός + -ιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eclecticism + -ισμός < eclectic < αρχαία ελληνική ἐκλεκτικοί, πληθυντικός αριθμός του ἐκλεκτικός < ἐκλέγω < λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.