εκκλησιαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκκλησιαστήριο τα εκκλησιαστήρια
      γενική του εκκλησιαστήριου
& εκκλησιαστηρίου
των εκκλησιαστήριων
& εκκλησιαστηρίων
    αιτιατική το εκκλησιαστήριο τα εκκλησιαστήρια
     κλητική εκκλησιαστήριο εκκλησιαστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκλησιαστήριο < (ελληνιστική κοινή) ἐκκλησιαστήριον

Ουσιαστικό

εκκλησιαστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.