εκθαμβωτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκθαμβωτικότητα | οι | εκθαμβωτικότητες |
| γενική | της | εκθαμβωτικότητας | των | εκθαμβωτικοτήτων |
| αιτιατική | την | εκθαμβωτικότητα | τις | εκθαμβωτικότητες |
| κλητική | εκθαμβωτικότητα | εκθαμβωτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκθαμβωτικότητα < εκθαμβωτικός + -ότητα
Μεταφράσεις
εκθαμβωτικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.