εκδρομισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκδρομισμός | οι | εκδρομισμοί |
| γενική | του | εκδρομισμού | των | εκδρομισμών |
| αιτιατική | τον | εκδρομισμό | τους | εκδρομισμούς |
| κλητική | εκδρομισμέ | εκδρομισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.ðɾo.miˈzmos/
Ουσιαστικό
εκδρομισμός αρσενικό
- η ενασχόληση με τη διοργάνωση (ομαδικών) εκδρομών και η αγάπη γι’ αυτή τη δραστηριότητα
Μεταφράσεις
εκδρομισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.