εκδρομέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εκδρομέας | οι | εκδρομείς |
| γενική | του του/της |
εκδρομέα εκδρομέως |
των | εκδρομέων |
| αιτιατική | τον/την | εκδρομέα | τους/τις | εκδρομείς |
| κλητική | εκδρομέα | εκδρομείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.