εκδορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδορά οι εκδορές
      γενική της εκδοράς των εκδορών
    αιτιατική την εκδορά τις εκδορές
     κλητική εκδορά εκδορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδορά < (ελληνιστική κοινή) ἐκδορά < ἐκδέρω
εκδορές στο χέρι

Ουσιαστικό

εκδορά θηλυκό

  1. (ιατρική) επιδερμικός τραυματισμός
     συνώνυμα: αμυχή, γδάρσιμο, γρατζουνιά
  2. η αφαίρεση του δέρματος ενός σφαχτού
     συνώνυμα: γδάρσιμο, ξέγδαρμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.