εκδορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκδορά | οι | εκδορές |
| γενική | της | εκδοράς | των | εκδορών |
| αιτιατική | την | εκδορά | τις | εκδορές |
| κλητική | εκδορά | εκδορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκδορά θηλυκό
- (ιατρική) επιδερμικός τραυματισμός
- ≈ συνώνυμα: αμυχή, γδάρσιμο, γρατζουνιά
- η αφαίρεση του δέρματος ενός σφαχτού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
