εισηγητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εισηγητής | οι | εισηγητές |
| γενική | του | εισηγητή | των | εισηγητών |
| αιτιατική | τον | εισηγητή | τους | εισηγητές |
| κλητική | εισηγητή | εισηγητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισηγητής < αρχαία ελληνική εἰσηγητής
Ουσιαστικό
εισηγητής αρσενικό
- αυτός που έχει αναλάβει να κάνει μια εισήγηση, να παρουσιάσει ένα ζήτημα και προτάσεις πάνω σε αυτό
- αυτός που κάνει ευρύτερα γνωστό κάτι το καινούριο ή αυτός που προτείνει την καθιέρωση ενός καινούριου πράγματος (πχ ενός νέου επιστημονικού όρου)
Μεταφράσεις
εισηγητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.