εισηγητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εισηγητής οι εισηγητές
      γενική του εισηγητή των εισηγητών
    αιτιατική τον εισηγητή τους εισηγητές
     κλητική εισηγητή εισηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισηγητής < αρχαία ελληνική εἰσηγητής

Ουσιαστικό

εισηγητής αρσενικό

  1. αυτός που έχει αναλάβει να κάνει μια εισήγηση, να παρουσιάσει ένα ζήτημα και προτάσεις πάνω σε αυτό
  2. αυτός που κάνει ευρύτερα γνωστό κάτι το καινούριο ή αυτός που προτείνει την καθιέρωση ενός καινούριου πράγματος (πχ ενός νέου επιστημονικού όρου)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.