ειρκτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειρκτή οι ειρκτές
      γενική της ειρκτής των ειρκτών
    αιτιατική την ειρκτή τις ειρκτές
     κλητική ειρκτή ειρκτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειρκτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἱρκτή < εἱργνύω ή εἵργνυμι (εμποδίζω την έξοδο)

Προφορά

ΔΦΑ : /iɾˈkti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειρκτή

Ουσιαστικό

ειρκτή θηλυκό

  1. (νομικός όρος) βαριά καταδίκη σε φυλάκιση για κακούργημα· προηγούμενη ονομασία της κάθειρξης (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. ο τόπος, η φυλακή όπου εκτίεται αυτή η ποινή

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.