ειρκτή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ειρκτή | οι | ειρκτές |
| γενική | της | ειρκτής | των | ειρκτών |
| αιτιατική | την | ειρκτή | τις | ειρκτές |
| κλητική | ειρκτή | ειρκτές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειρκτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἱρκτή < εἱργνύω ή εἵργνυμι (εμποδίζω την έξοδο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iɾˈkti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ειρ‐κτή
Ουσιαστικό
ειρκτή θηλυκό
- (νομικός όρος) βαριά καταδίκη σε φυλάκιση για κακούργημα· προηγούμενη ονομασία της κάθειρξης (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ο τόπος, η φυλακή όπου εκτίεται αυτή η ποινή
Μεταφράσεις
βαριά καταδίκη 5 έως 10 ετών
|
|
Πηγές
- ειρκτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.