αγιογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιογράφηση οι αγιογραφήσεις
      γενική της αγιογράφησης* των αγιογραφήσεων
    αιτιατική την αγιογράφηση τις αγιογραφήσεις
     κλητική αγιογράφηση αγιογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγιογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιογράφηση < αγιογραφώ

Ουσιαστικό

αγιογράφηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.