ειδησάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειδησάριο | τα | ειδησάρια |
| γενική | του | ειδησάριου | των | ειδησάριων |
| αιτιατική | το | ειδησάριο | τα | ειδησάρια |
| κλητική | ειδησάριο | ειδησάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειδησάριο < είδηση + υποκοριστικό επίθημα -άριο
Μεταφράσεις
ειδησάριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.