κοινωνική ανθρωπολογία

Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος

  • κλάδος της ανθρωπολογίας σχετικός με τη μελέτη της πολιτισμικής ποικιλίας μεταξύ των ανθρώπων.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.