εθελόκακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθελόκακος | η | εθελόκακη | το | εθελόκακο |
| γενική | του | εθελόκακου | της | εθελόκακης | του | εθελόκακου |
| αιτιατική | τον | εθελόκακο | την | εθελόκακη | το | εθελόκακο |
| κλητική | εθελόκακε | εθελόκακη | εθελόκακο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθελόκακοι | οι | εθελόκακες | τα | εθελόκακα |
| γενική | των | εθελόκακων | των | εθελόκακων | των | εθελόκακων |
| αιτιατική | τους | εθελόκακους | τις | εθελόκακες | τα | εθελόκακα |
| κλητική | εθελόκακοι | εθελόκακες | εθελόκακα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθελόκακος < ελληνιστική κοινή ἐθελόκακος
Συγγενικά
- εθελοκακία
- → δείτε τις λέξεις θέλω και κακός
Μεταφράσεις
εθελόκακος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.