εδραιώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εδραιώτρια | οι | εδραιώτριες |
| γενική | της | εδραιώτριας | των | εδραιωτριών |
| αιτιατική | την | εδραιώτρια | τις | εδραιώτριες |
| κλητική | εδραιώτρια | εδραιώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.