εδραιωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εδραιωτής οι εδραιωτές
      γενική του εδραιωτή των εδραιωτών
    αιτιατική τον εδραιωτή τους εδραιωτές
     κλητική εδραιωτή εδραιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Επίθετο

εδραιωτής (el)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.