στερεώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στερεώτρια | οι | στερεώτριες |
| γενική | της | στερεώτριας | των | στερεωτριών |
| αιτιατική | τη | στερεώτρια | τις | στερεώτριες |
| κλητική | στερεώτρια | στερεώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.