παγιώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παγιώτρια | οι | παγιώτριες |
| γενική | της | παγιώτριας | των | παγιωτριών |
| αιτιατική | την | παγιώτρια | τις | παγιώτριες |
| κλητική | παγιώτρια | παγιώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.