εδεμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδεμικός η εδεμική το εδεμικό
      γενική του εδεμικού της εδεμικής του εδεμικού
    αιτιατική τον εδεμικό την εδεμική το εδεμικό
     κλητική εδεμικέ εδεμική εδεμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδεμικοί οι εδεμικές τα εδεμικά
      γενική των εδεμικών των εδεμικών των εδεμικών
    αιτιατική τους εδεμικούς τις εδεμικές τα εδεμικά
     κλητική εδεμικοί εδεμικές εδεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εδεμικός < Εδέμ + -ικός

Επίθετο

εδεμικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την Εδέμ ή αναφέρται σ’ αυτή

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη Εδέμ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.