εγκαλούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαλούμενος η εγκαλούμενη το εγκαλούμενο
      γενική του εγκαλούμενου της εγκαλούμενης του εγκαλούμενου
    αιτιατική τον εγκαλούμενο την εγκαλούμενη το εγκαλούμενο
     κλητική εγκαλούμενε εγκαλούμενη εγκαλούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαλούμενοι οι εγκαλούμενες τα εγκαλούμενα
      γενική των εγκαλούμενων των εγκαλούμενων των εγκαλούμενων
    αιτιατική τους εγκαλούμενους τις εγκαλούμενες τα εγκαλούμενα
     κλητική εγκαλούμενοι εγκαλούμενες εγκαλούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκαλούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος εγκαλούμαι < εγκαλώ < ἐγκαλῶ < ἐγκαλέω

Μετοχή

εγκαλούμενος, εγκαλούμενη και εγκαλουμένη, εγκαλούμενο

Συγγενικά

  • εκκαλούμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.