εγγειοβελτιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγγειοβελτιωτικός | η | εγγειοβελτιωτική | το | εγγειοβελτιωτικό |
| γενική | του | εγγειοβελτιωτικού | της | εγγειοβελτιωτικής | του | εγγειοβελτιωτικού |
| αιτιατική | τον | εγγειοβελτιωτικό | την | εγγειοβελτιωτική | το | εγγειοβελτιωτικό |
| κλητική | εγγειοβελτιωτικέ | εγγειοβελτιωτική | εγγειοβελτιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγγειοβελτιωτικοί | οι | εγγειοβελτιωτικές | τα | εγγειοβελτιωτικά |
| γενική | των | εγγειοβελτιωτικών | των | εγγειοβελτιωτικών | των | εγγειοβελτιωτικών |
| αιτιατική | τους | εγγειοβελτιωτικούς | τις | εγγειοβελτιωτικές | τα | εγγειοβελτιωτικά |
| κλητική | εγγειοβελτιωτικοί | εγγειοβελτιωτικές | εγγειοβελτιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγγειοβελτιωτικός < εν- + γη + βελτιωτικός
Μεταφράσεις
εγγειοβελτιωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.