εβδομαδιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εβδομαδιάτικος | η | εβδομαδιάτικη | το | εβδομαδιάτικο |
| γενική | του | εβδομαδιάτικου | της | εβδομαδιάτικης | του | εβδομαδιάτικου |
| αιτιατική | τον | εβδομαδιάτικο | την | εβδομαδιάτικη | το | εβδομαδιάτικο |
| κλητική | εβδομαδιάτικε | εβδομαδιάτικη | εβδομαδιάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εβδομαδιάτικοι | οι | εβδομαδιάτικες | τα | εβδομαδιάτικα |
| γενική | των | εβδομαδιάτικων | των | εβδομαδιάτικων | των | εβδομαδιάτικων |
| αιτιατική | τους | εβδομαδιάτικους | τις | εβδομαδιάτικες | τα | εβδομαδιάτικα |
| κλητική | εβδομαδιάτικοι | εβδομαδιάτικες | εβδομαδιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εβδομαδιάτικος < εβδομάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.