είλωτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | είλωτας | οι | είλωτες |
| γενική | του | είλωτα | των | ειλώτων |
| αιτιατική | τον | είλωτα | τους | είλωτες |
| κλητική | είλωτα | είλωτες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είλωτας < αρχαία ελληνική εἵλως, ομόρριζο με τα ἁλίσκομαι, ἅλωσις
Ουσιαστικό
είλωτας αρσενικό
- στην αρχαία Σπάρτη, αυτός που ανήκε στην κατώτερη κοινωνική τάξη των ειλώτων, που καλλιεργούσαν τα χωράφια και δεν είχαν προσωπική ελευθερία ούτε πολιτικά δικαιώματα
- (κατ’ επέκταση) όποιος δουλεύει σκληρά χωρίς να απολαμβάνει ανάλογα με την εργασία του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.