δωρόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δωρόσημο | τα | δωρόσημα |
| γενική | του | δωρόσημου & δωροσήμου |
των | δωρόσημων & δωροσήμων |
| αιτιατική | το | δωρόσημο | τα | δωρόσημα |
| κλητική | δωρόσημο | δωρόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δωρόσημο ουδέτερο
- (οικονομία) ένσημο που αντιστοιχεί σε δώρο (Χριστουγέννων, Πάσχα ή διακοπών)
Μεταφράσεις
δωρόσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.