δωδεκατημόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δωδεκατημόριο | τα | δωδεκατημόρια |
| γενική | του | δωδεκατημορίου & δωδεκατημόριου |
των | δωδεκατημορίων |
| αιτιατική | το | δωδεκατημόριο | τα | δωδεκατημόρια |
| κλητική | δωδεκατημόριο | δωδεκατημόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωδεκατημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δωδεκατημόριον < (δωδέκατος) δωδεκατη- + μόριοv (μόριο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ðe.ka.tiˈmo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐δε‐κα‐τη‐μό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
δωδεκατημόριο ουδέτερο
- (μαθηματικά) το 1/12
- (οικονομία) τα έσοδα ενός μηνός του προϋπολογισμού
Μεταφράσεις
δωδεκατημόριο
|
|
Αναφορές
- δωδεκατημόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.