δυφιοδιαφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυφιοδιαφανής η δυφιοδιαφανής το δυφιοδιαφανές
      γενική του δυφιοδιαφανούς* της δυφιοδιαφανούς του δυφιοδιαφανούς
    αιτιατική τον δυφιοδιαφανή τη δυφιοδιαφανή το δυφιοδιαφανές
     κλητική δυφιοδιαφανή(ς) δυφιοδιαφανής δυφιοδιαφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυφιοδιαφανείς οι δυφιοδιαφανείς τα δυφιοδιαφανή
      γενική των δυφιοδιαφανών των δυφιοδιαφανών των δυφιοδιαφανών
    αιτιατική τους δυφιοδιαφανείς τις δυφιοδιαφανείς τα δυφιοδιαφανή
     κλητική δυφιοδιαφανείς δυφιοδιαφανείς δυφιοδιαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυφιoδιαφανής < δυφίο + διαφανής

Επίθετο

δυφιοδιαφανής, -ής, -ές

  • (τηλεπικοινωνίες) που απλώς ενεργεί πάνω στα δυφία αγνοώντας οποιοδήποτε περιεχόμενο υψηλότερης στάθμης που παριστάνεται με αυτά
Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: δυφιoδιαφανής τρόπος λειτουργίας, δυφιoδιαφανής μετάδοση, δυφιoδιαφανής δρομολόγηση κ.ά.


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.