δυσμένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσμένεια οι δυσμένειες
      γενική της δυσμένειας των δυσμενειών
    αιτιατική τη δυσμένεια τις δυσμένειες
     κλητική δυσμένεια δυσμένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσμένεια < αρχαία ελληνική δυσμένεια < δυσμενής

Ουσιαστικό

δυσμένεια θηλυκό

  1. εχθρική ή γενικά αρνητική διάθεση
    έπεσε στη δυσμένεια των προϊσταμένων του

Εκφράσεις

  • δυσμένεια της τύχης: κακοριζικιά

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.