δυσκαμψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσκαμψία οι δυσκαμψίες
      γενική της δυσκαμψίας των δυσκαμψιών
    αιτιατική τη δυσκαμψία τις δυσκαμψίες
     κλητική δυσκαμψία δυσκαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσκαμψία < δύσκαμπτος

Ουσιαστικό

δυσκαμψία θηλυκό

  1. (ιατρική) η δυσκολία στην κάμψη, στο λύγισμα
    η δυσκαμψία των αρθρώσεων μπορεί να είναι σημείο ρευματοπάθειας
  2. η δυσκολία να προσαρμοστεί κάποιος σε νέες συνθήκες και να αλλάξει συνήθειες, τρόπους αντιμετώπισης κλπ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.