δυσεπούλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεπούλωτος η δυσεπούλωτη το δυσεπούλωτο
      γενική του δυσεπούλωτου της δυσεπούλωτης του δυσεπούλωτου
    αιτιατική τον δυσεπούλωτο τη δυσεπούλωτη το δυσεπούλωτο
     κλητική δυσεπούλωτε δυσεπούλωτη δυσεπούλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεπούλωτοι οι δυσεπούλωτες τα δυσεπούλωτα
      γενική των δυσεπούλωτων των δυσεπούλωτων των δυσεπούλωτων
    αιτιατική τους δυσεπούλωτους τις δυσεπούλωτες τα δυσεπούλωτα
     κλητική δυσεπούλωτοι δυσεπούλωτες δυσεπούλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσεπούλωτος < δυσ- + επουλώνω + -τος

Επίθετο

δυσεπούλωτος -η -ο

  • που δύσκολα επουλώνεται, γιατρεύεται
      δυσεπούλωτο τραύμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.