δρομή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρομή αἱ δρομαί
      γενική τῆς δρομῆς τῶν δρομῶν
      δοτική τῇ δρομ ταῖς δρομαῖς
    αιτιατική τὴν δρομήν τὰς δρομᾱ́ς
     κλητική ! δρομή δρομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δρομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρομή < δρο- ( δείτε τη λέξη δρόμος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω)

Ουσιαστικό

δρομή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.